ποῦρος

ποῦρος
ποῦρος
See also: s. πῶρος

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πουρός — ή, ό, Ν [πουρί] (με υβριστική σημ.) 1. ο μεγάλης ηλικίας, ο γερασμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το πουρό ο παλιόγερος ή η παλιόγρια …   Dictionary of Greek

  • πούρος — (I) ὁ, Α βλ. πῶρος. (II) α, ο, Ν αμιγής, καθαρός, αγνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. puro «καθαρός» < λατ. purus «καθαρός»] …   Dictionary of Greek

  • πώρος — Όνομα 2 Ινδών βασιλιάδων. 1. Βασιλιάς ινδικών χωρών στους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γνωστός για τη γενναιότητά του. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατόρθωσε να περάσει τον ποταμό Υδάσπη, συγκρούστηκε με τον στρατό του Π., που είχε ένα ζωντανό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”